🇬🇷 el fr 🇫🇷

πάνω κάτω

  • (κυριολεκτικά) πάνω και μετά κάτω κατ' εξακολούθηση, με μεγάλη συχνότητα ή νευρωτικά
de ci, de là
  • περίπου
à peu près
Wiktionary Links